- διαγνωστικοί
- ν) τό1) прозорливость, проницательность, наблюдательность; 2) мед. умение ставить диагноз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαγνωστικοί — διαγνωστικός able to distinguish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)